Όταν, λέει, την είδε μετά από καιρό στο αεροδρόμιο, ήταν μία απλή γυναίκα που κουβαλούσε μαζί της ένα μικρό παιδί. Μία ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους που περπατούσαν εκείνη τη μέρα, εκείνη την ώρα, στους δαιδαλώδεις διαδρόμους ενός μεγάλου αεροδρομίου.
Αυτά, εκείνος, για εκείνη την όμορφη και μοιραία γυναίκα. Τώρα ήταν πολύ πιο πεζό θέαμα, από εκείνα που τα νέα παιδιά σήμερα τα λένε και "τραγικά".Περπατούσε με εκείνη τη γνώριμη λίγδα που σε χτυπούσε στη μύτη από μακριά κι ας μεσολαβούσαν τώρα δεκάδες μέτρα και τζάμι. Κάποια χρόνια πιο βαρύς, με την ίδια οίηση-χαζοχαρούμενη διάθεση κάποιου που κοκορεύεται πως είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι. Δίπλα του, μια κάπως γεμάτη γυναίκα, με καμπαρντίνα και σακκούλες ψώνια, κάπως γερτή, κάπως παραιτημένη. Είχανε πιάσει κουβέντα περπατώντας αργά και κάπως κουρασμένα. Φαινόταν σα να είχαν ψωνίσει μεσημεριανό και να πήγαιναν σπίτι τους να το φάνε. Ήταν ταιριαστοί και αδιάφοροι.
Δε με είδε.
Τουλάχιστον συγκινητικό. Sic transit gloria mundi!
ΑπάντησηΔιαγραφή